περιλημματικός

περιλημματικός
-ή, -όν, Α [περίλημμα]
γραμμ. περιληπτικός, αυτός που, παρά το γεγονός ότι εκφέρεται σε ενικό αριθμό, σημασιολογικά δηλώνει πολλά πρόσωπα, ζώα ή πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”